βίζιτα

βίζιτα
η
1. φιλική επίσκεψη
2. ο επισκέπτης
3. επίσκεψη γιατρού σε ασθενή
4. αμοιβή γιατρού για κάθε επίσκεψη
5. «αρμένικη βίζιτα» — επίσκεψη μεγάλης διάρκειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. visita «επίσκεψη, επιθεώρηση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βίζιτα — η (λ. ιταλ.) 1. η επίσκεψη: Κάθε Κυριακή κάνω βίζιτα στους συγγενείς. 2. ο επισκέπτης: Περιμένω βίζιτες. 3. επίσκεψη γιατρού σε άρρωστο, αμοιβή του γιατρού: Ο γιατρός πληρώνεται μεγάλη βίζιτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρμένικος — η, ο και κός, ή, ό (AM ἀρμενικός, ή, όν) αυτός που ανήκει σε Αρμένιο (ή Αρμενίους) ή που προέρχεται απ αυτόν νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η Αρμενική η αρμενική γλώσσα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Αρμένικα η αρμενική γλώσσα 3. φρ. α) «αρμένικη… …   Dictionary of Greek

  • αρμένικος — η, ο αυτός που γίνεται με τον (θεωρούμενο) τρόπο των Αρμενίων: Η βίζιτά μας ήταν αρμένικη· το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., αρμένικα η αρμενική γλώσσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”